- προστατείᾳ
- προστατείᾱͅ , προστατείαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστατεία — προστατείᾱ , προστατεία fem nom/voc/acc dual προστατείᾱ , προστατεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατεία — ἡ, Α [προστατεύω] αρχηγία, εξουσία («ὧν ἡγοῡντο ἐπετησίῳ προστατείᾳ ἐκ τοῡ ἀρχικοῡ γένους Φώτιος καὶ Νικάνωρ», Θουκ.) … Dictionary of Greek
προστατείας — προστατείᾱς , προστατεία fem acc pl προστατείᾱς , προστατεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατείαις — προστατεία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)